-
1 ἦτορ
ἦτορ (ἦτορ, ἤτορι, ἦτορ, ἦτορ.)1 heart, as seat of the thoughts and passions.εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ O. 1.4
Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.79
“ χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25 “ μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα” P. 9.32ἴυγγι δ' ἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν N. 4.35
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.11
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12
-
2 νεομηνία
1 feast of the new moon ἴυγγι δ ἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν (cf. von d. Mühll, M. H., 1957, 128f.) N. 4.35 -
3 θιγγάνω
θιγγάνω (aor. θᾰγον; θᾰγοῖσα; θᾰγεῖν, θᾰγέμεν.)a c. gen., lay hold of, essay ἔν τἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
b c. dat., touch upon; know, embrace in thoughtἔν τε σοφοῖς δαιδαλέαν φόρμιγγα βαστάζων πολίταις ἡσυχίᾳ θιγέμεν P. 4.296
ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.24
“σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42 ἴυγγι δ' ἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν (expl. dub.: “Pindar — hofft, daß es, das Gedicht, zu dem Neumond, an dem das Fest begangen werden sollte, zurechtkäme.” Wil. 400) N. 4.35 -
4 ῖυγξ
ῑ̆υγξ ( ἶυγξ?)1 wryneck, a bird, tied upon a wheel and used as a magic charm to entice.ποικίλαν ἴυγγα τετράκναμον ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.214
ἴυγγι δ' ἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν N. 4.35
]Ἰυγ[γ (= Κηληδόνες v. 71, the golden birds on the third temple of Apollo at Delphi) Πα... ]ἴυγγα τ[ρ]οχο[ Θρ. 1.. ]ιιυγ[γ (supp. Lobel) P. Oxy. 2445 fr. 21b. -
5 ἕλκω
1a drag met. τὸν δαὖ οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄτολμος ἐών i. e. hindering N. 11.32b pass., met., c. inf. ἴυγγι δἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν (i. e. my heart is bound by a spell cf. Theocr. 2. 17) N. 4.35c met., from wrestling. v. Gardiner, J. H. S. 1905, 28. = βιάζεσθαι (cf. Headlam-Knox on Herondas, 2. 71.)οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.103
2 med.,a c. acc. draw (a sword) ] ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον[ (sc. Ἔργινον: e Σ supp. Lobel, ἀντὶ στρατεύσαντι· τὸ γὰρ ἑλκόμενον ἀντὶ ἑλκ[υς]άμενον [εἴρηται]) Pae. 8.104
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский